|
| ΓΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ... [ Ορθογραφικό-Ερμηνευτικό λεξικό Κυπριακής Διαλέκτου] | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Janine moderator
Αριθμός μηνυμάτων : 256 Reputation : 20 Ημερομηνία εγγραφής : 02/12/2010
| Θέμα: ΓΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ... [ Ορθογραφικό-Ερμηνευτικό λεξικό Κυπριακής Διαλέκτου] Τρι Μαρ 01, 2011 10:55 am | |
| ΕΙΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΚΥΠΡΙΑΚΑ??? ΘΑ ΠΡΟΣΘΕΤΩ ΚΙ ΑΛΛΕς ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ!
ΓΙΑ ΑΠΟΡΙΕΣ ΜΗΝ ΔΙΣΤΑΣΕΤΕ ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΤΕ!!!! ΚΑΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ !!!!!!A ακκάννω: δαγκώνω αλόπως: μήπως, πιθανώς αμινιάζω: υπολογίζω αμπλέπω: βλέπω αμπούστα: κουτί αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα αντινάσσω: τινάζω αξινόστραφη: ανάποδη απόπατος: αποχωρητήριο άππαρος: άλογο αππιθκιά: αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου άρκοψες: αύριο βράδυ αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα αρφός, αρφή: αδελφός, αδελφή ασσιελιά: ένα σκέλος (για μήκος) ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φταρνίζομαι
Β βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι βαστώ: κρατώ βίτσα: μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλλης βουναλλούι: μικρός λόφος βούρνα: νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική)
γ γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολευεί
Δ δισκοθήκη: ντίσκο δρώμα: ιδρώτας
Ε εβόλυσα: πάτησα λάσπες ελαόθικα: τρελάθηκα ελύσσιασα: πεινάω πολύ (έχω λυσσάξει από την πείνα) έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσησα: χτύπησα
Ζ ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι ζίλικουρτι: σκασμός ζώλος: άσχημη μυρωδιά, βρωμιά
Η ήντα: τι ήντα μπον τούτον; : τι είναι αυτό;
Θ θκιούλλα: θεία θωρώ: βλέπω
Κ καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου καρκασιαλλίκκι: φασαρία καρκόλα: κρεβάτι καρτζί: απέναντι κάττος: γάτα κατρακύλα: τσουλήθρα κατσιαρίζω: κάνω θόρυβο καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα κκελλέ: κεφάλι κκελλέ κουλούμπρα: αγύριστο κεφάλι κόλλα: χαρτί κοτζιάκαρη: γερόντισσα κοτολεττα: μπριζόλα κούλλουφος: ατημέλητος κουφή: φίδι κρούζω: καίω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι κωλοσύρνω: τραβώ
Λ λαλώ λέω λαός λαγός λάου λάου σιγά σιγά λάσσω γαυγίζω λαφαζάνης αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα) λίξης λιγούρης λυσσιάρης λιγούρης λυσσιοπεινώ πεθαίνω της πίνας λουβώ μαδάω λ **** ούκκος λακκάκι, τρύπα στο έδαφος
Μ μαΐρισσα κατσαρόλα μαϊττάππι κορόιδεμα μαλαχτός μαλακός, ο ευάλωτος μαννός ηλίθιος μάππα μπάλα μάππουρος κουκουνάρι μαυρού Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα μεζετζής αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες μίλλα λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιτσής μικρός μοτόρα μοτοσυκλέτα μούλος/λα μουλάρι μουτταρκά κορυφή μούττη μύτη, κορυφή μούχτιν δωρεάν μ **** ιάλος μεγάλος
Ν νησιάνι διακριτικό υπαξιωματικού (γαλόνια) ντζίζω ( jίζω) αγγίζω
Ξ ξημαρισμένος λερωμένος
Ο όϊ όχι ολάν τι νόμιζες οξά ή όξινο λεμόνι, ξινό ούσσου σιώπα (προστακτική) ούτσιαλι πολύ φαΐ (φάγαμε το ούτσιαλι μας!)
Π παγκούι παγκάκι παουρίζω φωνάζω παπίλλαρος τα πρώτα σύκα παπίρα πάπια πάππαλλα τέλος παραπόττης αυτός που κάνει ατιμίες παρπέρης κουρέας πασιαμάς χαβαλές πασιής παχύς πατανία κουβέρτα πατσαρκά χαστούκι πατσιαούρι πατσαβούρα πατταλόνι παντελόνι παττίχα καρπούζι πεζούνι περιστέρι πιθκιαβλοζάμπης τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός) πιλέ ήδη πίσσα τσίχλα πιττώνω πλακώνω ποδά απ' εδώ ποθκιάντροπος ξεδιάντροπος ποΐνες μπότες πολογιάζω διώχνω πομιλόρι ντομάτα πόμπα βόμβα ποξαμάτι παξιμάδι πορνόν πορνόν πρωί πρωί πότσα μπουκάλα ποτζεί απ' εκεί πουλλαόφωνος άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος κουκουβάγια πόφκαλες με με κούρασες ππαραόπιστος τσιγκούνης, φυλάργυρος ππεζεβένκης κερατάς ππούλλι βλήμα (ηλίθιος) ππουνιά γροθιά ππουρτού (τα) συμπράγκαλα (υπάρχοντα) πρότσα πιρούνι πυρκόλα του την χτύπα τον πύρουλλος, πυρά ζέστη, καύσωνας
Ρ ρέσσω περνώ ριάλια λεφτά ρότσος πέτρα
Σ σαντανοσιά ανακατωσούρα σιακατούρι κατηφόρα σιεηττάνης σατανάς, πονηρός σιέσιης δειλός σιονώνω χύνω σιόρ κύριος σιουτζιούκκος παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο (μοιάζει με δυναμίτη) στέκκα λεπτός/ή στράτα δρόμος σύξηλος άναυδος συνάω μαζεύω συντυχάνω μιλώ σύρνω ρίχνω
Τ τάβλα τραπέζι / κρεβάτι τάνγκα ακριβώς ταπέλλα πινακίδα ττάππος κοντός / τάπα τατάς νονός τζαι και τζυλώ κυλάω τζείνη αυτή τζείνος αυτός τζιαμέ εκεί τζιενκένης τεμπέλης τζισβές μπρίκι τζοιμισμένος κοιμισμένος τζυλώ κυλώ τουρτουρώ κρυώνω τσαέρα καρέκλα τσεντί πορτοφόλι τσιλλώ πλακώνω τσούρα κατσίκα
Φ φακκώ χτυπώ φάουσα σκασμός φιλούθκια φιλάκια φκάλλω βγάζω φκιολί βιολί φκιόρο λουλούδι φλόκκος σφουγγαρίστρα φόκος φωτιά φουντάνα βρύση
Χ χάι χούι χαβαλές χαμέ κάτω χαρτωμένος αρραβωνιασμένος χογλά βράζει χτηνό ζώο (κάποιος πολύ δυνατός) χτητζιολοά βρωμάει άσχημα χτιτζιόν αηδία, πολύ βρώμικο
Ψ ψατζή κρυο | |
| | | Janine moderator
Αριθμός μηνυμάτων : 256 Reputation : 20 Ημερομηνία εγγραφής : 02/12/2010
| Θέμα: Απ: ΓΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ... [ Ορθογραφικό-Ερμηνευτικό λεξικό Κυπριακής Διαλέκτου] Τρι Μαρ 01, 2011 11:07 am | |
| Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί τής Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:
Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή τής Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ).
Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), θαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), στρούθος «σπουργίτης», κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου». Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις τής παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ τού 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort). Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Βενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada).
Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσ̌κοσ-σου «μπράβο» (< aşk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐσ̌ιν «παγίδα» (< kayış), κκουσ̌μάς «κουβέντα» (< konuşma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesele). Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή τού αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. «ζητώ συγγνώμη» με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.
| |
| | | | ΓΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ... [ Ορθογραφικό-Ερμηνευτικό λεξικό Κυπριακής Διαλέκτου] | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |